- εἴκελος
- εἴκελος, η, ον, ([etym.] εἰκός)A like,
τινί Il.22.134
;χελιδόνι εἰ. αὐδήν Od.21.411
, cf. Hdt.8.8 (v.l. for ἴκελος), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί Il.22.134
;χελιδόνι εἰ. αὐδήν Od.21.411
, cf. Hdt.8.8 (v.l. for ἴκελος), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… … Dictionary of Greek
εἵκελος — εἴκελος , εἴκελος like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελος — like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλω — εἴκελος like masc/neut nom/voc/acc dual εἴκελος like masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλως — εἴκελος like adverbial εἴκελος like masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελον — εἴκελος like masc acc sg εἴκελος like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλη — εἴκελος like fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλην — εἴκελος like fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκέλους — εἴκελος like masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελα — εἴκελος like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴκελαι — εἴκελος like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)